- υπερτοξεύσιμος
- -ον, Α1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπερβεί2. μτφ. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ξεχάσει ή να μην λάβει σοβαρά υπ' όψιν («μίασμ' ἔλεξας οὐχ ὑπερτοξεύσιμον», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερτοξεύω + κατάλ. -σιμος (πρβλ. στρατεύ-σιμος)].
Dictionary of Greek. 2013.